l'état στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για l'état στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. état (condition physique):

tu es dans un bel état! ειρων

2. état (condition psychique):

to be in a hell of a state οικ
don't get so worked up! οικ

3. état (de voiture, livre, tapis):

l'état des routes (qualité)
vérifier l'état de qc
à l'état brut huile, pétrole
à l'état brut action, idée
un temple à l'état de ruines
beauté à l'état pur

4. état (d'affaires, économie, de finances, pays):

état d'alerte ΣΤΡΑΤ
état de choc ΙΑΤΡ, ΨΥΧ
état civil ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
registry office βρετ
état de crise ΠΟΛΙΤ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
les états généraux ΙΣΤΟΡΊΑ
état de grâce ΘΡΗΣΚ
en état de grâce κυριολ
en état de grâce μτφ
état des lieux ΝΟΜ
état des lieux μτφ
faire l'état des lieux
état de nature ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
à l'état de nature

état-major <πλ états-majors> [etamaʒɔʀ] ΟΥΣ αρσ

1. État (nation):

micro-État [mikʀoeta] ΟΥΣ αρσ ΠΟΛΙΤ

Μεταφράσεις για l'état στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

l'état στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για l'état στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. état (manière d'être):

ιδιωτισμοί:

être en état de choc ΙΑΤΡ

état-major <états-majors> [etamaʒɔʀ] ΟΥΣ αρσ

Μεταφράσεις για l'état στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

l'état Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

l'état Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski