aînée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για aînée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.aîné (aînée), ainé (ainée) [ene] ΕΠΊΘ

II.aîné (aînée), ainé (ainée) [ene] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

Μεταφράσεις για aînée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
aîné/-e αρσ/θηλ
éclaireuse θηλ aînée
scout αρσ de la branche aînée
aîné/-e αρσ/θηλ
l'aînée θηλ
la fille aînée θηλ
aine θηλ
in the groin κυριολ
in the groin προσδιορ injury, strain
aîné/-e αρσ/θηλ du village
sœur aînée/cadette

aînée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για aînée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για aînée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
aîné(e) αρσ (θηλ)
aine θηλ
aîné(e) αρσ (θηλ)

aînée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

elle est mon aînée de 3 ans
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Αναζητήστε "aînée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski