Oxford Spanish Dictionary
gordo1 (gorda) ΕΠΊΘ
1. gordo persona/piernas/cara:
2. gordo (grueso):
4. gordo οικ (importante, serio):
I. gordo2 (gorda) El Gordo ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. gordo (persona):
2. gordo οικ (como apelativo cariñoso):
II. gordo ΟΥΣ αρσ
pez1 ΟΥΣ αρσ
boca ΟΥΣ θηλ
1.1. boca:
1.2. boca en locs:
1.3. boca (persona):
στο λεξικό PONS
I. gordo (-a) ΕΠΊΘ
2. gordo:
I. gordo (-a) [ˈgor·do, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.