Oxford Spanish Dictionary
 
  
 I. fat <comp fatter, superl fattest> [αμερικ fæt, βρετ fat] ΕΠΊΘ
1.1. fat (obese):
1.4. fat (thick):
2.1. fat (lucrative):
2.2. fat (large):
II. fat [αμερικ fæt, βρετ fat] ΟΥΣ
1. fat U or C:
fat farm ΟΥΣ αμερικ οικ
στο λεξικό PONS
 
  
 I. fat [fæt] ΕΠΊΘ
II. fat [fæt] ΟΥΣ
fat binder ΟΥΣ MED
 
  
 I. fat [fæt] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 