Oxford Spanish Dictionary
cute <cuter, cutest> [αμερικ kjut, βρετ kjuːt] ΕΠΊΘ
2. cute (attractive) αμερικ:
- macuco (macuca)
- cute αμερικ οικ
- cuco (cuca)
- cute οικ
- chiquirritico (chiquirritica)
-
-
- cute
-
- cute
- coqueto (coqueta)
- cute
-
- cute esp. αμερικ
-
- cute esp. αμερικ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.