στο λεξικό PONS
Schuld1 <-> [ʃʊlt] ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Schuld (Verschulden):
2. Schuld ΝΟΜ:
Schuld2 <-, -en> [ʃʊlt] ΟΥΣ θηλ meist πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Schuld (Zahlungsverpflichtung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
vorrangige Schuld ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Schulden ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
vorrangig ΥΠΟΔΟΜΉ
ich | schulde |
---|---|
du | schuldest |
er/sie/es | schuldet |
wir | schulden |
ihr | schuldet |
sie | schulden |
ich | schuldete |
---|---|
du | schuldetest |
er/sie/es | schuldete |
wir | schuldeten |
ihr | schuldetet |
sie | schuldeten |
ich | habe | geschuldet |
---|---|---|
du | hast | geschuldet |
er/sie/es | hat | geschuldet |
wir | haben | geschuldet |
ihr | habt | geschuldet |
sie | haben | geschuldet |
ich | hatte | geschuldet |
---|---|---|
du | hattest | geschuldet |
er/sie/es | hatte | geschuldet |
wir | hatten | geschuldet |
ihr | hattet | geschuldet |
sie | hatten | geschuldet |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.