kol·lek·tiv [kɔlɛkˈti:f] ΕΠΊΘ τυπικ
Kol·lek·tiv <-s, -e [o. -s, -s]> [kɔlɛkˈti:f, πλ -i:və] ΟΥΣ ουδ
1. Kollektiv ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
2. Kollektiv ΟΙΚΟΝ (Gruppe, Team):
3. Kollektiv ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ (Arbeits- und Produktionsgemeinschaft):
4. Kollektiv ΜΑΘ:
5. Kollektiv ΦΥΣ:
- individuelle/kollektive Selbstverteidigung
-
- kollektive Schuld
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- kollektive Schuld
- individuelle/kollektive Selbstverteidigung