στο λεξικό PONS
Strom2 <-[e]s, Ströme> [ʃtro:m, πλ ˈʃtrø:mə] ΟΥΣ αρσ
2. Strom (fließende Menge):
3. Strom (Schwarm):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Strom-Futures ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Strip ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Strap ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
EStR ΟΥΣ θηλ
EStR συντομογραφία: Einkommensteuerrichtlinie ΦΟΡΟΛ
Ein·kom·men·steu·er·richt·li·nie ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ, ΠΟΛΙΤ
Stop-Loss-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
STF ΟΥΣ θηλ
STF συντομογραφία: Systemtransformationsfazilität ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Systemtransformationsfazilität ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
geräucherter Stör ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
gemischtes Obst ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.