στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. senior [βρετ ˈsiːnɪə, ˈsiːnjə, αμερικ ˈsinjər] ΕΠΊΘ
1. senior (older):
2. senior (superior):
II. senior [βρετ ˈsiːnɪə, ˈsiːnjə, αμερικ ˈsinjər] ΟΥΣ
1. senior (older person):
4. senior αμερικ ΣΧΟΛ:
5. senior αμερικ ΠΑΝΕΠ:
I. year [βρετ jɪə, jəː, αμερικ jɪr] ΟΥΣ
1. year (period of time):
2. year (indicating age):
3. year:
II. years ΟΥΣ npl
1. years (age):
στο λεξικό PONS
year [jɪr] ΟΥΣ
1. year (twelve months):
2. year ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ:
I. senior [ˈsi:n·jɚ] ΕΠΊΘ
4. senior ΣΧΟΛ:
- senior pupil
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.