στο λεξικό PONS
I. usu·al [ˈju:ʒəl, αμερικ -ʒuəl] ΕΠΊΘ
II. usu·al [ˈju:ʒəl, αμερικ -ʒuəl] ΟΥΣ
1. usual οικ (regular drink):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
usual market rate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.