στο λεξικό PONS
I. pu·ri·fi·ca·tion [ˌpjʊərɪfɪˈkeɪʃən, αμερικ ˌpjʊrə-] ΟΥΣ no pl
1. purification (cleansing):
2. purification ΘΡΗΣΚ (spiritual cleansing):
II. pu·ri·fi·ca·tion [ˌpjʊərɪfɪˈkeɪʃən, αμερικ ˌpjʊrə-] ΟΥΣ modifier
1. purification (for cleansing):
2. purification ΘΡΗΣΚ (cleansing of sins):
self <pl selves> [self] ΟΥΣ
1. self (personality):
2. self no pl μειωτ τυπικ:
I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
- industrial [or manufacturing][or production]capacity
-
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
self-purification capacity
purification [ˌpjʊərɪfɪˈkeɪʃn] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.