στο λεξικό PONS
I. selbst [zɛlpst] ΑΝΤΩΝ δεικτ
1. selbst (persönlich):
2. selbst (ohne Hilfe, alleine):
II. selbst [zɛlpst] ΕΠΊΡΡ
1. selbst (eigen):
selbst ΕΠΊΡΡ
- selbst verursacht
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
selbst genutztes Wohneigentum phrase ΑΣΦΆΛ
- selbst genutztes Wohneigentum
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.