I. length [βρετ lɛŋ(k)θ, lɛn(t)θ, αμερικ lɛŋ(k)θ, lɛnth] ΟΥΣ
1. length (linear measurement):
2. length (duration):
3. length (piece, section):
4. length ΑΘΛ:
II. lengths ΟΥΣ
lengths ουσ πλ:
III. at length ΕΠΊΡΡ
IV. -length ΣΎΝΘ
I. full-length [βρετ ˌfʊlˈlɛŋθ, αμερικ ˌfʊlˈlɛŋθ] ΕΠΊΘ
2. full-length (head to toe):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- shot-put
- shot-putter
- should
- shoulder
- shoulder bag
- shoulder-length
- shoulder pad
- shoulder patch
- shoulder strap
- shouldn't
- shout