Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. hunt [βρετ hʌnt, αμερικ hənt] ΟΥΣ
1. hunt (search):
II. hunt [βρετ hʌnt, αμερικ hənt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hunt (seek, pursue):
III. hunt [βρετ hʌnt, αμερικ hənt] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. hunt:
I. job [βρετ dʒɒb, αμερικ dʒɑb] ΟΥΣ
1. job:
2. job (rôle):
3. job (duty):
4. job (task):
5. job (assignment):
6. job (result of work to do):
7. job (difficult activity) οικ:
II. job [βρετ dʒɒb, αμερικ dʒɑb] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. job [βρετ dʒɒb, αμερικ dʒɑb]
στο λεξικό PONS
I. hunt [hʌnt] ΡΉΜΑ μεταβ
2. hunt (search for):
II. hunt [hʌnt] ΡΉΜΑ αμετάβ
job [dʒɒb, αμερικ dʒɑ:b] ΟΥΣ
1. job (work):
I. hunt [hʌnt] ΡΉΜΑ μεταβ
2. hunt (search for):
II. hunt [hʌnt] ΡΉΜΑ αμετάβ
job [dʒab] ΟΥΣ
1. job (work):
| I | hunt |
|---|---|
| you | hunt |
| he/she/it | hunts |
| we | hunt |
| you | hunt |
| they | hunt |
| I | hunted |
|---|---|
| you | hunted |
| he/she/it | hunted |
| we | hunted |
| you | hunted |
| they | hunted |
| I | have | hunted |
|---|---|---|
| you | have | hunted |
| he/she/it | has | hunted |
| we | have | hunted |
| you | have | hunted |
| they | have | hunted |
| I | had | hunted |
|---|---|---|
| you | had | hunted |
| he/she/it | had | hunted |
| we | had | hunted |
| you | had | hunted |
| they | had | hunted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.