Oxford Spanish Dictionary
I. hunt [αμερικ hənt, βρετ hʌnt] ΡΉΜΑ μεταβ
1.2. hunt (go hunting in):
II. hunt [αμερικ hənt, βρετ hʌnt] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. hunt [αμερικ hənt, βρετ hʌnt] ΟΥΣ
2. hunt (search):
I. job [αμερικ dʒɑb, βρετ dʒɒb] ΟΥΣ
1.1. job (occupation, post):
1.2. job (duty, responsibility):
2.1. job (task, piece of work):
2.2. job Η/Υ:
2.3. job (difficult task) οικ:
3. job (crime):
4. job (thing):
II. job <μετ ενεστ jobbing; παρελθ, μετ παρακειμ jobbed> [αμερικ dʒɑb, βρετ dʒɒb] ΡΉΜΑ αμετάβ
στο λεξικό PONS
II. hunt [hʌnt] ΡΉΜΑ αμετάβ
job [dʒɒb, αμερικ dʒɑ:b] ΟΥΣ
1. job (piece of work, employment):
2. job χωρίς πλ (duty):
3. job χωρίς πλ (problem):
II. hunt [hʌnt] ΡΉΜΑ αμετάβ
| I | hunt |
|---|---|
| you | hunt |
| he/she/it | hunts |
| we | hunt |
| you | hunt |
| they | hunt |
| I | hunted |
|---|---|
| you | hunted |
| he/she/it | hunted |
| we | hunted |
| you | hunted |
| they | hunted |
| I | have | hunted |
|---|---|---|
| you | have | hunted |
| he/she/it | has | hunted |
| we | have | hunted |
| you | have | hunted |
| they | have | hunted |
| I | had | hunted |
|---|---|---|
| you | had | hunted |
| he/she/it | had | hunted |
| we | had | hunted |
| you | had | hunted |
| they | had | hunted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.