Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fiscal year ΟΥΣ
I. year [βρετ jɪə, jəː, αμερικ jɪr] ΟΥΣ
1. year (period of time):
2. year (indicating age):
3. year:
II. years ΟΥΣ ουσ πλ
1. years (age):
στο λεξικό PONS
year [jɜ:ʳ, αμερικ jɪr] ΟΥΣ
1. year (twelve months):
2. year (a long time):
4. year ΣΧΟΛ:
year [jɪr] ΟΥΣ
1. year (twelve months):
2. year (a long time):
4. year ΣΧΟΛ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.