στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
secca <πλ secche> [ˈsekka, ke] ΟΥΣ θηλ
I. secco <πλ secchi, secche> [ˈsekko, ki, ke] ΕΠΊΘ
II. secco <πλ secchi, secche> [ˈsekko, ki, ke] ΟΥΣ αρσ
1. secco (carenza di acqua):
ιδιωτισμοί:
III. secco <πλ secchi, secche> [ˈsekko, ki, ke]
στο λεξικό PONS
secco (-a) <-cchi, -cche> ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.