I. desiccated [βρετ ˈdɛsɪkeɪtɪd, αμερικ ˈdɛsɪkɛədəd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
desiccated → desiccate
II. desiccated [βρετ ˈdɛsɪkeɪtɪd, αμερικ ˈdɛsɪkɛədəd] ΕΠΊΘ
desiccated coconut ΟΥΣ U
- desiccated coconut
-
-
- desiccated
-
- frutto, fico, fagiolo desiccated
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.