στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. essiccato [essikˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
essiccato → essiccare
II. essiccato [essikˈkato] ΕΠΊΘ
essiccato cibo:
- essiccato
-
- essiccato
-
I. essiccare [essikˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. essiccarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. essiccarsi (diventare secco, asciutto):
2. essiccarsi (esaurirsi):
- essiccarsi μτφ
-
- essiccarsi μτφ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.