Oxford Spanish Dictionary
mucho1 ΕΠΊΡΡ
1. mucho:
mucho2 (mucha) ΕΠΊΘ
1.1. mucho ενικ:
1.2. mucho πλ:
2.1. mucho ενικ οικ (con valor plural):
mucho3 (mucha) ΑΝΤΩΝ
1. mucho (refiriéndose a cantidad, número):
2. mucho:
3. mucho en locs:
στο λεξικό PONS
mucho (-a) ΕΠΊΘ
mucho ΕΠΊΡΡ
I. mucho (-a) [ˈmu·ʧo, -a] ΕΠΊΘ
II. mucho (-a) [ˈmu·ʧo, -a] ΕΠΊΡΡ (intensidad)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.