στο λεξικό PONS
Putz <-es> [pʊts] ΟΥΣ αρσ kein πλ
Putz (Wandverkleidung):
ιδιωτισμοί:
Witz <-es, -e> [vɪts] ΟΥΣ αρσ
1. Witz (Scherz):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
marktüblicher Satz phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Interbanken-Satz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Satz für Zuwachs-Mindestreserven phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Netz-Überschuss ΠΡΟΤΥΠΟΠ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.