στο λεξικό PONS
Fol·ge·satz <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ
Fra·ge·satz <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
He·be·satz <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Be·sat·zung <-, -en> [bəˈzatsʊŋ] ΟΥΣ θηλ
3. Besatzung ΣΤΡΑΤ:
Er·satz <-es> [ɛɐ̯ˈzats] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Ersatz:
2. Ersatz (Entschädigung):
Zu·satz <-es, Zusätze> [ˈtsu:zats] ΟΥΣ αρσ
1. Zusatz:
2. Zusatz:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
VaR-Ansatz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Einsatz von Ressourcen ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ersatz ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Portfolio-Management-Ansatz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.