Be·setzt·zei·chen <-s, -> ΟΥΣ ουδ
be·setzt ΕΠΊΘ
1. besetzt (vergeben):
2. besetzt (belegt):
über·be·setzt ΕΠΊΘ
pelz·be·setzt ΕΠΊΘ
fehl·be·setzt ΕΠΊΘ
fehlbesetzt Rolle, Schauspieler:
un·ter·be·setzt ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.