I. in·ter·ro·ga·tive [ˌɪntəˈrɒgətɪv, αμερικ -t̬ɚˈrɑ:gət̬ɪv] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- interrogative
-
- the interrogative
-
II. in·ter·ro·ga·tive [ˌɪntəˈrɒgətɪv, αμερικ -t̬ɚˈrɑ:gət̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. interrogative λογοτεχνικό (questioning):
2. interrogative (word type):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.