στο λεξικό PONS
is·su·er [ˈɪʃu:əʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
issuer ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Aussteller αρσ
issuer ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- issuer
- Emittent αρσ
- issuer
- Emissionshaus ουδ
security issuer ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- security issuer
-
issuer-related ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- issuer-related
-
issuer's risk ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
regular issuer ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- regular issuer
- Daueremittent αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.