στο λεξικό PONS
Aus·stel·ler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Aussteller (auf Messe):
- Aussteller(in)
-
2. Aussteller:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.