στο λεξικό PONS
er <γεν seiner, δοτ ihm, αιτ ihn> [e:ɐ̯] ΑΝΤΩΝ πρόσ
1. er (männliche Person bezeichnend):
- er
-
2. er (Sache bezeichnend):
ER <-s, -s> [e:ˈɛr] ΟΥΣ ουδ
ER συντομογραφία: endoplasmatisches Retikulum
- ER
- ER no πλ
blass, blaßπαλαιότ <-er [o. blässer], -este [o. blässeste]> [blas] ΕΠΊΘ
1. blass (bleich):
2. blass (hell):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
- endoplasmic reticulum (ER)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.