στο λεξικό PONS
ra·di·ant [ˈreɪdiənt] ΕΠΊΘ
1. radiant (happy):
2. radiant (splendid):
- radiant weather, day
- wunderschön προσδιορ
- radiant weather, day
- strahlend μτφ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
radiant energy, radiation
- radiant energy
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.