στο λεξικό PONS
I. ex·cess <pl -es> [ɪkˈses, ek-] ΟΥΣ
1. excess no pl (overindulgence):
2. excess (surplus):
3. excess (insurance):
II. ex·cess [ɪkˈses, ek-] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. excess (additional):
2. excess (surplus):
I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
- industrial [or manufacturing][or production]capacity
-
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
excess ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
excess capacity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
excess ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.