στο λεξικό PONS
Selbst·be·halt <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
- Selbstbehalt (Selbstbeteiligung bei Versicherung)
-
- Selbstbehalt (Selbstbeteiligung bei Versicherung)
- excess βρετ
-
- Selbstbehalt αρσ <-(e)s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Selbstbehalt ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
- Selbstbehalt (Selbstbeteiligung)
-
-
- Selbstbehalt αρσ
-
- Selbstbehalt αρσ
-
- Selbstbehalt αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.