στο λεξικό PONS
I. do·mes·tic [dəˈmestɪk] ΕΠΊΘ
1. domestic (of the household):
3. domestic αμετάβλ (a country's own):
II. do·mes·tic [dəˈmestɪk] ΟΥΣ dated
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
activity ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
domestic economic activity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.