στο λεξικό PONS
vol·ume [ˈvɒlju:m, αμερικ ˈvɑ:l-] ΟΥΣ
2. volume no pl (amount):
3. volume no pl (sound level):
4. volume (control dial):
I. busi·ness <pl -es> [ˈbɪznɪs] ΟΥΣ
1. business no pl (commerce):
2. business no pl:
3. business (profession):
4. business (company):
5. business no pl οικ:
8. business βρετ (affairs discussed):
9. business απαρχ χιουμ:
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
business volume ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
group's business volume ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
volume business ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
volume of new business ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
volume
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.