στο λεξικό PONS
C <pl -'s>, c <pl -'s [or -s]> [si:] ΟΥΣ
2. C ΜΟΥΣ:
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
C1 <pl -'s [or -s]> [si:] ΟΥΣ (symbol for 100)
I. can·cer [ˈkæn(t)səʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. cancer no pl (disease):
2. cancer (growth):
c/f
c/f συντομογραφία: carried forward, συντομογραφία: carry forward
carry forward ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- etw übertragen
p2 <pl pp> [pi:] ΟΥΣ
p συντομογραφία: page
-
- S.
I. page2 [peɪʤ] ΟΥΣ
I. page1 [peɪʤ] ΟΥΣ
1. page:
II. page1 [peɪʤ] ΡΉΜΑ αμετάβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
C/P ΟΥΣ
C/P συντομογραφία: Commercial Paper ΧΡΗΜΑΤΑΓ
C/P ΟΥΣ
C/P συντομογραφία: Commercial Paper ΧΡΗΜΑΤΑΓ
C/D ΟΥΣ
C/D συντομογραφία: Certificate of Deposit ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.