Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. material [βρετ məˈtɪərɪəl, αμερικ məˈtɪriəl] ΟΥΣ
1. material (information, data):
2. material (subject matter):
3. material:
4. material ΜΟΥΣ:
5. material (substance) (gen):
6. material (fabric):
II. materials ΟΥΣ ουσ πλ
III. material [βρετ məˈtɪərɪəl, αμερικ məˈtɪriəl] ΕΠΊΘ
1. material (significant, relevant):
raw [βρετ rɔː, αμερικ rɔ] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
II. raw [rɔ:, αμερικ rɑ:] ΕΠΊΘ
I. material [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪri-] ΟΥΣ
1. material (for making things, doing jobs):
I. raw [rɔ] ΟΥΣ
II. raw [rɔ] ΕΠΊΘ
I. material [mə·ˈtɪr·i·əl] ΟΥΣ
1. material (for making things, doing jobs):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ravish
- ravishing
- ravishingly
- raw
- raw bar
- raw material
- raw material costs
- rawness
- raw score
- ray
- ray gun