Oxford Spanish Dictionary
I. raw [αμερικ rɔ, βρετ rɔː] ΕΠΊΘ
1.2. raw (unprocessed):
2.2. raw (unfair):
3. raw (sore):
I. material [αμερικ məˈtɪriəl, βρετ məˈtɪərɪəl] ΟΥΣ
1.1. material C or U (used in manufacturing etc):
1.2. material <materials, pl > (equipment):
II. material [αμερικ məˈtɪriəl, βρετ məˈtɪərɪəl] ΕΠΊΘ
1. material (worldly, physical):
στο λεξικό PONS
I. raw [rɔ:, αμερικ rɑ:] ΟΥΣ
II. raw [rɔ:, αμερικ rɑ:] ΕΠΊΘ
1. raw (unprocessed):
I. material [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪr-] ΟΥΣ
3. material χωρίς πλ (information):
raw [rɔ] ΕΠΊΘ
2. raw (unprocessed):
I. material [mə·ˈtɪr·i·əl] ΟΥΣ
3. material (information):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.