στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. material [βρετ məˈtɪərɪəl, αμερικ məˈtɪriəl] ΟΥΣ
1. material (information, data):
2. material (subject matter):
3. material:
4. material ΜΟΥΣ:
5. material (substance):
6. material (fabric):
II. materials ΟΥΣ npl
I. raw [βρετ rɔː, αμερικ rɔ] ΕΠΊΘ
II. raw [βρετ rɔː, αμερικ rɔ] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
I. material [mə·ˈtɪ·ri·əl] ΟΥΣ
3. material (information):
6. material pl (equipment):
raw [rɑ:] ΕΠΊΘ
2. raw (unprocessed):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ravish
- ravisher
- ravishing
- ravishingly
- ravishment
- raw material
- raw material costs
- rawness
- raw score
- ray
- rayed