Oxford Spanish Dictionary
salvaje1 ΕΠΊΘ
1.1. salvaje animal:
- salvaje
-
1.2. salvaje (primitivo):
- salvaje tribu
-
1.3. salvaje vegetación/terreno:
- salvaje
-
2. salvaje (cruel):
3. salvaje:
- salvaje construcción
-
- salvaje construcción
-
- salvaje camping
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.