Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. manner [βρετ ˈmanə, αμερικ ˈmænər] ΟΥΣ
1. manner (way, method):
2. manner (way of behaving):
3. manner (sort, kind):
II. manners ΟΥΣ ουσ πλ
1. manners (social behaviour):


I. père [pɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. père (géniteur):
3. père ΘΡΗΣΚ (titre):
II. pères ΟΥΣ αρσ πλ
pères αρσ πλ (ancêtres):
III. père [pɛʀ]
I. avare [avaʀ] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- migratory
- mike
- milage
- Milan
- Milanese
- mild-mannered
- mildness
- mile
- mileage
- mileage allowance
- mileage indicator