Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
mannered [βρετ ˈmanəd, αμερικ ˈmænərd] ΕΠΊΘ μειωτ
- mannered
- maniéré μειωτ
I. manner [βρετ ˈmanə, αμερικ ˈmænər] ΟΥΣ
1. manner (way, method):
2. manner (way of behaving):
3. manner (sort, kind):
II. manners ΟΥΣ ουσ πλ
1. manners (social behaviour):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.