man·nered [ˈmænəd, αμερικ -ɚd] ΕΠΊΘ μειωτ
1. mannered (affected):
- mannered
-
2. mannered (in art):
- mannered
- gekünstelt τυπικ
- mannered
-
ill-ˈman·nered ΕΠΊΘ
mild-ˈman·nered ΕΠΊΘ
- mild-mannered
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.