στο λεξικό PONS
 
  
 I. mild [maɪld] ΕΠΊΘ
II. mild [maɪld] ΟΥΣ no pl βρετ
-  mild
-  mild schmeckendes, dunkles Bier
mild-ˈman·nered ΕΠΊΘ
-  mild-mannered
-  
-  mild hybrid ΑΥΤΟΚ
-  
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 