I. mild [mɪlt] ΕΠΊΘ
II. mild [mɪlt] ΕΠΊΡΡ
1. mild (nachsichtig):
-
- Milde θηλ
-
- Milde θηλ <->
-
- Milde θηλ <->
- mildness of criticism, punishment, soap
- Milde θηλ <->
-
- Milde θηλ <->
-
- Milde θηλ <->
- benevolence of a judge etc.
- Milde θηλ <->
-
- Milde θηλ <->
-
- Milde θηλ <->
- smoothness taste
- Milde θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.