mild·ly [ˈmaɪldli] ΕΠΊΡΡ
1. mildly (gently):
3. mildly (slightly):
- mildly surprised, worried, annoyed
- leicht <leichter, am leichtesten>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.