

I. är·ger·lich ΕΠΊΘ
1. ärgerlich (verärgert):
- ärgerlich
-
- ärgerlich
-
2. ärgerlich (unangenehm):
- ärgerlich
-


-
- ärgerlich λογοτεχνικό
-
- ärgerlich
-
- ärgerlich
- pestiferous μτφ
- ärgerlich
-
- ärgerlich
-
- ärgerlich
-
- ärgerlich
-
- ärgerlich
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.