στο λεξικό PONS
Täu·schung <-, -en> [ˈtɔyʃʊŋ] ΟΥΣ θηλ
1. Täuschung (Betrug):
I. arg·lis·tig ΕΠΊΘ τυπικ
Täu·schung <-, -en> [ˈtɔyʃʊŋ] ΟΥΣ θηλ
1. Täuschung (Betrug):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
arglistige Täuschung phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Argentinier
- argentinisch
- Argentinische Republik
- Argentometrie
- ärger
- arglistige Täuschung
- arglos
- Arglosigkeit
- Argon
- Argonaut
- Argonnen