στο λεξικό PONS
fraudu·lent [ˈfrɔ:djələnt, αμερικ ˈfrɑ:ʤə-] ΕΠΊΘ
1. fraudulent (involving fraud):
2. fraudulent (false):
- fraudulent
- falsch <falscher, am falschesten>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fraudulent bankruptcy ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- fraudulent bankruptcy
-
-
- fraudulent bankruptcy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- fraudulent conveyance
- fraudulent preference
- fraudulent trading
- fraudulent transaction
- fraudulent conveyance