στο λεξικό PONS
ˈmile·age al·low·ance ΟΥΣ
-
- ≈ Kilometergeld ουδ


al·low·ance [əˈlaʊən(t)s] ΟΥΣ
1. allowance (permitted amount):
2. allowance ΧΡΗΜΑΤΟΠ (tax-free amount):
3. allowance no pl esp αμερικ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
4. allowance (prepare for):
mile·age [ˈmaɪlɪʤ] ΟΥΣ no pl
1. mileage (petrol efficiency):
2. mileage (distance travelled):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
mileage ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- milage
- mild
- mildew
- mildewed
- mildew resistance
- mileage allowance
- mileage recorder
- mileometer
- milepost
- miler
- miles per hour