στο λεξικό PONS
Nach·lass <-es, -e [o. -lässe]> [ˈna:xlas, πλ ˈna:xlɛsə], Nach·laßπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
1. Nachlass (hinterlassene Werke):
- Nachlass
-
2. Nachlass (hinterlassener Besitz):
3. Nachlass (Preisnachlass):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nachlass ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
- Nachlass (Ermäßigung)
-
-
- Nachlass αρσ
-
- Nachlass αρσ
-
- Nachlass αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.