στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
στο λεξικό PONS
I. maggiore1 [mad·ˈdʒo:·re] ΕΠΊΘ συγκρ di grande
1. maggiore (comparativo: per dimensioni):
2. maggiore (per numero):
3. maggiore (per importanza):
4. maggiore (per età):
I. grande <più grande [o maggiore], grandissimo [o massimo] [o sommo]> [ˈgran·de] ΕΠΊΘ
2. grande (alto: persona):
II. grande <più grande [o maggiore], grandissimo [o massimo] [o sommo]> [ˈgran·de] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.