στο λεξικό PONS
Raum <-[e]s, Räume> [raum, πλ ˈrɔymə] ΟΥΣ αρσ
2. Raum kein πλ (Platz):
husch [hʊʃ] ΕΠΙΦΏΝ οικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Rho ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Einkommen aus Direktinvestitionen ΟΥΣ ουδ ΦΟΡΟΛ
Einkünfte aus nichtselbständiger Arbeit ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Einkommen aus Kapitalvermögen ΟΥΣ ουδ ΦΟΡΟΛ
Kapitalerhöhung aus Gesellschaftsmitteln phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Eingänge aus abgeschriebenen Forderungen phrase ΛΟΓΙΣΤ
Finanzierung aus Abschreibungen phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.